σχολαίως

σχολαίως
σχολαί̱ως , σχολαῖος
leisurely
adverbial
σχολαί̱ως , σχολαῖος
leisurely
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχολαίως — Α επίρρ. βλ. σχολαῑος …   Dictionary of Greek

  • σχολαίος — αία, ον, Α αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός. επίρρ... σχολαίως Α με οκνηρία, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπουδ αῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”